εκτελεστής

εκτελεστής
ο
1. αυτός στον οποίο ανατίθεται η εκτέλεση, αυτός που εκτελεί τα παραγγελλόμενα
2. (νομ.) αυτός που ορίζεται στη διαθήκη να φροντίσει για την εκτέλεσή της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκτελεστής — ο 1. αυτός στον οποίο ανατέθηκε η εκτέλεση: Εκτελεστής διαθήκης. 2. ο φονιάς ανθρώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… …   Dictionary of Greek

  • αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… …   Dictionary of Greek

  • εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Φρεσκομπάλντι, Τζιρόλαμο — (Frescobaldi, Φεράρα 1583 – Ρώμη 1643). Ιταλός συνθέτης και οργανοπαίκτης. Το εν διαφέρον για τον μεγάλο αυτό μουσικό εκδηλώθηκε μόλις τελευταία, έτσι ώστε και από την άποψη αυτή η ιδιωτική και καλλιτεχνική ζωή του Φ. να φαίνεται ότι μοιάζουν με… …   Dictionary of Greek

  • άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… …   Dictionary of Greek

  • άρπα — Μουσικό όργανο με χορδές που κρούονται. Η ά. σε σχήμα σχεδόν τριγωνικό απαρτίζεται από διάφορα στοιχεία. Το επίμηκες ηχείο της ενώνεται λοξά προς τα κάτω με τον κατακόρυφο κιονίσκο και προς τα επάνω με τον χορδοστάτη απ’ όπου ξεκινούν, τεντωμένες …   Dictionary of Greek

  • άσκαυλος — Μουσικό ποιμενικό όργανο εφοδιασμένο με ασκό για αποθήκευση αέρα. Ο ά. είναι όργανο πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και σε μερικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Στην τυπική του μορφή εμφανίζεται τον Μεσαίωνα ως όργανο των μενεστρέλων, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”